-
1 ἀ-δίκημα
ἀ-δίκημα, τό, Unrecht, Beleidigung, Her. 1, 2; Verbrechen, ϑανάτων ἄξια Plat. Legg. VI, 778 d; Xen. Mem. 2, 2, 3; vgl. Arist. Eth. Nic. 5, 7; τὰ πρός τινα ἀδ. Dem. Lept. 63; das durch Unrecht erworbene, gestohlene Gut, Lys. 27, 6; vgl. Plat. Legg. X, 906 d; neben ἁρπάσματα Rep. II, 365 e.
-
2 θάνατος
θάνατος, ὁ (ϑανεῖν), der Tod, sowohl der natürliche, als der gewaltsame Todtschlag, Mord, Hom. u. Folgde; οἰκτίστῳ ϑανάτῳ ϑανεῖν, des jämmerlichsten Todes sterben, Od. 11, 412 (aber στρατηγοῦ ϑάνατον ἀποϑνήσκειν Plut. comp. Sull. 4, wie ὀξύν Crass. 25; τὸν ῥᾷστον ϑάνατον τελευτᾶν D. Hal. 4, 76; a. Sp.); im plur. die Todesarten, πάντες μὲν στυγεροὶ ϑάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν Od. 12, 341; auch der Tod, Mord von mehreren, μελέους ϑανάτους εὕροντο Aesch. Spt. 860; ϑανάτοις αὐϑένταισι Ag. 1554; δεσποτῶν ϑανάτοισι Ch. 52; εἰ σέβεις ϑανάτους ἀγαϑῶν Eur. Heracl. 629; Plat. ἔν τε ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι ϑανάτοις, Legg. X, 904 e; εἰς τραύματα ἢ εἰς ϑανάτους ἰόντος Todesgefahren, Rep. III, 399 a; μυρίων ἄξια ϑανάτων D. Hal. 4, 24; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα ϑανάτους εἴκοσι Ar. Plut. 483. – Bei den Attikern bes. die gerichtliche Todesstrafe, Hinrichtung, ἀτιμίαις καὶ ϑανάτοις κολάζειν Plat. Rep. VI, 492 d; ϑάνατον καταγιγνώσκειν τινός, die Todesstrafe gegen Einen erkennen, Thuc. u. A.; τὸν παῖδα ἀγόμενον ἐπὶ ϑανάτῳ Her. 3, 14; τοὺς ἄλλους κατέδησαν τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ 5, 72, vgl. ἐπί; ἡ ἐπὶ ϑανάτῳ, sc. ζημία, Todesstrafe; ϑανάτου δίκῃ κρίνεσϑαι, einen Proceß haben, wo der Tod die Strafe ist, Thuc. 3, 37; ähnl. κρίνεσϑαι τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ, sc. δίκην, Ath. XIII, 590 d; ὑπάγειν τινὰ ϑανάτου, Einen auf Tod u. Leben anklagen, Xen. Hell. 2, 3, 12. Auch übertr., wie bei uns, ϑάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν, das zu hören ist der Tod, Soph. O. C. 523, vgl. ϑανάτῳ γὰρ ἴσον πάϑος ἐκπεύσει Ai. 214. – Bei Crinag. 35 (IX, 439), ἀτυμβεύτου ϑανάτοιο λείψανον, steht es für Leichnam. – S. auch nom. pr.
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Ουπανισάδ — Αρχαία ινδικά φιλοσοφικά, κείμενα. Η κατά λέξη σημασία της λέξης, που είναι συνεδρίαση ή μαθήματα του δάσκαλου στον μαθητή, πήρε με τον καιρό τη σημασία της μύησης, του μυστήριου. Οι αρχαιότερες Ο., που είναι μεταγενέστερες από τις Βέδες και τις… … Dictionary of Greek